καύκη: ἢ καῦκα, ἡ, εἶδος ποτηρίου, Γλωσσ.· ὡσαύτως καῦκος, ὁ, Βυζ.·- ὑποκορ. καυκίον, τό, Οἰνόμ. εἰς Ἀνθ. Π. 9. 749, = καυκάλιον.