κβαντομηχανική
Greek Monolingual
η
φυσ. κλάδος της μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την κίνηση τών ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και τών άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό
πρβλ. αγγλ. quantum mechanics < quantum (< λατ. quantum) + mechanics πιθ. < γαλλ. mechanique < λατ. mechanicus < μηχανικός < μηχανή.