κεδρέλαιον

English (LSJ)

τό, oil of cedar, extracted from cedar-resin, Aët.1.196.

German (Pape)

[Seite 1411] τό, Cederöl, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρέλαιον: τό, ἔλαιον τῆς κέδρου ἐξαγόμενον ἐκ τῆς ῥητίνης τῆς κέδρου, Ἀέτ., (πρβλ. κεδρία), ἢ ἐκ τῶν τῆς κέδρου μήλων ἢ κώνων, Πλίν. 15. 7, Διόσκ. 1. 106.