κεδρί

Greek Monolingual

το
1. μικρό κέδρο
2. το ξύλο του κέδρου
3. σανίδα ή ράβδος από ξύλο κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεδρ-ίον, υποκορ. του κέδρος.