κεδρόμηλο
Greek Monolingual
το (Α κεδρόμηλον)
νεοελλ.
ονομασία του καρπού τών ειδών του γιουνίπερου
αρχ.
κίτριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον.
το (Α κεδρόμηλον)
νεοελλ.
ονομασία του καρπού τών ειδών του γιουνίπερου
αρχ.
κίτριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον.