κειμηλιάρχιον

English (LSJ)

τό, treasury, Cod.Just.11.48.20.1, al.

German (Pape)

[Seite 1412] τό, Sammlung kostbarer, seltener Dinge, erst Sp.

Greek Monolingual

το (Α κειμηλιαρχεῖον και κειμηλιάρχιον) κειμηλιάρχης
αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια.