κειμηλιοφύλαξ
German (Pape)
[Seite 1412] ακος, ὁ, = κειμηλιάρχης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κειμηλιοφύλαξ: -ακος, ὁ, φύλαξ τῶν κειμηλίων, ὁ κειμηλιάρχης, μεταγεν.
Greek Monolingual
κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κειμηλιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμοφύλαξ, θησαυροφύλαξ.