κεκαδμένος

English (LSJ)

v. καίνυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκαδμένος Dor. ptc. perf. med. van καίνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδμένος: дор. part. pf. pass. к καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκαδμένος: ἴδε ἐν λέξ. καίνυμαι.

Greek Monotonic

κεκαδμένος: Δωρ. μτχ. παρακ. του καίνυμαι.