κεκρυμμένως

English (LSJ)

Adv., (κρύπτω) secretly, LXX Je.13.17, Arr.Epict. 3.7.11.

German (Pape)

[Seite 1413] verborgen, heimlich, B. A. 8, 33 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en cachette.
Étymologie: κεκρυμμένος, part. pf. Pass. de κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκρυμμένως: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥήμ. κρύπτω, κρυφίως, λάθρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 11.

Greek Monolingual

κεκρυμμένως (ΑΜ)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρύπτω.