κεκρυμμένως
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1413] verborgen, heimlich, B. A. 8, 33 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
en cachette.
Étymologie: κεκρυμμένος, part. pf. Pass. de κρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρυμμένως: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥήμ. κρύπτω, κρυφίως, λάθρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 11.
Greek Monolingual
κεκρυμμένως (ΑΜ)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρύπτω.