κεκρύφαται

English (LSJ)

[ῠ], v. κρύπτω. κέκτικε· τέτοκεν, Hsch. κεκύθωσι [ῠ], v. κεύθω. κεκύκη· καμπύλη, Id. κέκυλτα· δῶρα τὰ τῇ χειρὶ ἑλκόμενα, Id.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de κρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

κεκρύφαται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκρύφαται: ῠ, ἴδε ἐν λ. κρύπτω.

Greek Monotonic

κεκρύφαται: [ῠ], Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκρύφαται indic. perf. pass. 3 plur. van κρύπτω.