στρεβλόν, πλάγιον, Hsch.
κελλόν: «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».
κελλόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].