κελλόν

English (LSJ)

στρεβλόν, πλάγιον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κελλόν: «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».

Greek Monolingual

κελλόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].