κενέωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, poet. for κένωσις (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κενέωσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κένωσις.

English (Slater)

κενέωσις emptying ἢ πόντου κενέωσιν <˘> ἂμ πέδον (sc. φέρεις: ἂμ Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal. contra met.: κενεώσιας coni. Schr.) (Pae. 9.16)

Greek Monolingual

κενέωσις, ἡ (Α) κενώ
ποιητ. τ. του κένωσις.