κενταυρίη

Greek Monolingual

κενταυρίη, ἡ (Α) κένταυρος
το κενταύριο(ν).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενταυρίη -ης, ἡ [~ κενταύρειον] duizendguldenkruid.

German (Pape)

ἡ, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, Hippocr., Theophr., Diosc.