κεραμοποιείο

Greek Monolingual

το
1. εργαστήριο κεραμικής
2. (ειδ.) εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].