κεραστικός
German (Pape)
[Seite 1422] mischend. – Adv., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς κέρασιν ὡς ποτόν, Λέων Ἰατρ., ἐν Anecdota Medica Gracea ὑπὸ Emmerin· ― κεραστικῶς, Ἐπίρρ., διὰ τρόπου κεραστικοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξει κεράς.
Greek Monolingual
κεραστικός, -ή, -όν (Α) κεραστής
αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα.
επίρρ...
κεραστικῶς
αναμεμιγμένα.