κερατίζω

English (LSJ)

butt with horns: metaph., κ. τοῖς ποταμοῖς LXX Ez.32.2, cf. Ph.1.57: c.acc., gore, ἐὰν κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα LXX Ex.21.28.

German (Pape)

[Seite 1422] mit den Hörnern stoßen; Schol. Theocr. 3, 5; LXX, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτίζω: κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 2), Φίλων 1. 57, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κερατίζω) κέρας
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)
αρχ.
καταβάλλω κάποιον.