κερατοποιός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1422] Horn bearbeitend, Sp.; das verb. κερατοποιέω, Hörner machen, Schol. Arat. 48.
Greek (Liddell-Scott)
κερατοποιός: -όν, κεραοξόος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κερατοποιός, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ποιός (< ποιῶ)].