κεραοξόος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
κεραοξόον, (ξέω) polishing horn; esp. making horn into bows, etc., κ. τέκτων Il.4.110, AP6.113 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 1421] Horn glättend, schnitzend, zu Bogen u. andern Geräten verarbeitend; τέκτων, Hornarbeiter, Drechsler, Il. 4, 110; Simm. gramm. 1 (VI, 113).
French (Bailly abrégé)
όος, όον;
qui travaille (propr. qui racle) la corne.
Étymologie: κέρας, ξέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραοξόος -οον [κέρας, ξέω] hoornbewerkend:. καὶ τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων met kundige hand had de hoornbewerker deze hoorns aan elkaar gezet Il. 4.110.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰοξόος: обтачивающий вещество рога, т. е. производящий роговые изделия (τέκτων Hom., Anth.).
English (Autenrieth)
(κέρας, ξέω): horn-polishing, worker in horn, τέκτων, Il. 4.110†.
Greek Monolingual
κεραοξόος, -ον (Α)
1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα
2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + -ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαξόος, λιθοξόος.
Greek Monotonic
κεραοξόος: -ον (ξέω), αυτός που λαξεύει ή γυαλίζει το κέρατο, δηλ. για να φτιάξει τόξα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰοξόος: -ον, (ξέω), ὁ ξύνων καὶ κατεργαζόμενος κέρατα· ἰδίως ὁ κατασκευάζων ἐξ αὐτῶν τόξα, κτλ., κ. τέκτων Ἰλ. Δ. 110, Ἀνθ. Π. 6. 113.
Middle Liddell
κεραο-ξόος, ον [ξέω]
polishing or working horn, esp. for bows, Il.