κερατών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, made of horns (sc. βωμός), of an altar on Delos, IG22.1641.2 (iv B.C.), 11(2).161A101 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 A188 (ii B.C.), Plu.Thes.21.
German (Pape)
[Seite 1422] ῶνος, βωμός, ein aus Hörnern gemachter Altar auf der Insel Delos, Plut. Thes . 21.
Russian (Dvoretsky)
κερατών: ῶνος ὁ Plut. = κεράτινος 2.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτών: -ῶνος, ὁ, πεποιημένος ἐκ κεράτων, βωμὸς κ., ἐπὶ τῆς νήσου Δήλου, Πλουτ. Θησ. 21. BCH VI σ. 23, Michel. 594, ἴδε κεράτινος.
Greek Monolingual
κερατών, -ῶνος, ὁ (Α) κέρας
(για βωμό στη Δήλο) ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κερᾱτών: -ῶνος, ὁ (κέρας), φτιαγμένος από κέρατα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κερᾱτών, ῶνος, κέρας
made of horns, Plut.