κεραύνιον

English (LSJ)

τό,
A truffle, Tuber aestivum, Thphr. HP 1.6.5, Gal.19.731.
II critical mark to indicate corrupt passages, Isid.Etym.1.21.21, Sch.Il.ip.xliii Dind.; but πρὸς τὴν ἀγωγὴν τῆς φιλοσοφίας D.L.3.66.
III = κεραυνία λίθος, PHolm.5.40, Isid.Etym.16.13.5, etc.

German (Pape)

[Seite 1422] τό, eigtl. dim. von κεραυνός. – Eine Art Trüffel, ὕδνον, die nach dem Gewitter wachsen soll, Galen. – Bei D. L. 3, 66 kritisches Zeichen zur Bezeichnung verdorbener Stellen.

Russian (Dvoretsky)

κεραύνιον: τό керавний, «галочка» (условный значок для обозначения испорченных мест в рукописи) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνιον: τό, εἶδος ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο μετὰ τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι σημεῖον πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20.

Greek Monolingual

κεραύνιον, τὸ (Α)
βλ. κεραύνιος.