κερδέμπορος
English (LSJ)
κερδέμπορον, presiding over gain in traffic, Ἑρμῆς Orph.H.28.6.
German (Pape)
[Seite 1423] der Handelsgewinn Verleihende, Hermes, Orph. H. Merc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
κερδέμπορος: ὁ, προστάτης τοῦ ἐν ἐμπορίῳ κέρδους, Ἑρμῆς Ὀρφ. Λιθ. 27. 6.
Greek Monolingual
κερδέμπορος, -ον (Α) (επίθ. του Ερμή) αυτός που παρέχει κέρδος στους εμπόρους, προστάτης του κέρδους τών εμπόρων («κερδέμπορος Ερμής», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + ἔμπορος.