κερδαλέη

German (Pape)

[Seite 1423] ἡ, zsgzgn κερδαλῆ, fem. zum Folgdn, – 1) der Verschlagene, der Fuchs, Archil. 60 u. Sp, wie Ael. H. A. 6, 64; s. Lob. zu Phryn. 78 u. vgl. κερδώ. – 2) sc. δορά, Fuchsbalg, Sp.

French (Bailly abrégé)

έης (ἡ) :
s.e. ἀλώπηξ;
renard (propr. le rusé).
Étymologie: fém. de κερδαλέος.

Greek (Liddell-Scott)

κερδαλέη: ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε κερδαλέος III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλέη: стяж. κερδαλῆ ἡ (sc. ἀλώπηξ) хитрая лиса Archilochus ap. Plat.