κερδεία

English (LSJ)

ἡ, = πανουργία, also ἀλωπεκία, Hsch.

Greek Monolingual

κερδεία, ἡ (Α) κέρδος
(κατά τον Ησύχ.) «πανουργία, ἀλωπεκία», δολιότητα.