κερδοσκοπία
Greek Monolingual
η
η επιδίωξη κέρδους με κάθε μέσο, ιδίως αθέμιτο, κάθε πράξη που αποσκοπεί στην πραγματοποίηση κέρδους, ειδικότερα η επιδίωξη προσπορισμού κέρδους με τις διακυμάνσεις τών τιμών που προκαλούνται με τεχνητές μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].