επιδίωξη

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδίωξις) επιδιώκω
νεοελλ.
επίμονη προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος
αρχ.-μσν.
επίμονη καταδίωξη.