κερκάς

English (LSJ)

-άδος, ἡ, = κρέξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κερκάς: -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ ὄρνεον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: κρεξ τὸ ὄρνεον; κερκιθαλίς ἐρῳδιός H.
See also: - S. κρέξ.

Frisk Etymology German

κερκάς: {kerkás}
Meaning: κρὲξ τὸ ὄρνεον; κερκιθαλίς· ἐρῳδιός H.
See also: — S. κρέξ.
Page 1,830