κερκιθαλίς

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκιθαλίς Medium diacritics: κερκιθαλίς Low diacritics: κερκιθαλίς Capitals: ΚΕΡΚΙΘΑΛΙΣ
Transliteration A: kerkithalís Transliteration B: kerkithalis Transliteration C: kerkithalis Beta Code: kerkiqali/s

English (LSJ)

ἐρῳδιός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κερκιθαλίς: ἡ, «ἐρῳδιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκιθαλίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρῳδιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέξ, με πιθ. παρετυμολογική επίδραση του κέρκος + -θαλίς (< θάλος), πρβλ. ερι-θαλίς (ονομ. δένδρου)].