κερκωπία

English (LSJ)

ἡ, trickiness, Semon.34.

Greek (Liddell-Scott)

κερκωπία: ἡ, ἀπάτη, (ἀπὸ τῶν Κερκώπων) κατὰ Σιμωνίδην, Σουητῶν. ἐν Miller, Mél. de liter. gr. σ. 417.

Greek Monolingual

κερκωπία, ἡ (Α) κέκρωψ
η ιδιότητα τών κερκώπων, η απάτη.