κερῳδός

English (LSJ)

ὁ, hornblower, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Hornsänger, Hornist.

Greek (Liddell-Scott)

κερῳδός: ὁ, ὁ τῷ κέρατι ᾄδων, πρβλ. κεραυλής.

Greek Monolingual

κερῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρῳδός, μελῳδός].