κεφαλίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κεφαλή, Poll.2.42; as an article of food, POxy.1656.22 (pl., iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1428] τό, dim. von κεφαλή, Köpfchen, Poll. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλίδιον: τὸ, ὑποκορ, τοῦ κεφαλή, Πολυδ. Β΄, 42.

Greek Monolingual

κεφαλίδιον, τὸ (Α)
1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι
2. στον πληθ. τα κεφαλίδια
είδος φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κεραμίδιον, φιαλίδιον)].