κεφαλαία
English (LSJ)
ἡ, inveterate headache, Antyll. ap. Orib.9.13.1, Aret.SD1.2, Gal.10.513; prob. in Thphr. HP 9.11.2.
German (Pape)
[Seite 1427] ἡ, alter eingewurzelter Kopfschmerz, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαία: ἡ χρονία κεφαλαλγία, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 2.
Greek Monolingual
κεφαλαία, ἡ (ΑΜ) κεφαλαίος
χρόνια κεφαλαλγία, συνεχής ή περιοδική («ἢν δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα, καὶ περιόδοισι μακρῇσι καὶ πολλῇς, καὶ προσεπιγίγνηται μείζω τε καὶ πλεῡνον δυσαλθῇ, κεφαλαίην κικλήσκομεν», Αρετ.).