κεῡθος, τὸ (Α) κεύθω
κευθμών, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» — στα βάθη της γης, Ομ. Ιλ.
β. «κεῡθος οἴκων» — τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ.
γ. κεῡθος πόντου» — τα βάθη της θάλασσας, Οππ.
δ. «κεύθεα νηοῦ» — το άδυτο του ναού, Μουσαί.).