κηδεμονεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, = κηδεμών, A.R.1.271, APl.4.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1429] ὁ, = κηδεμών; Ap. Rh. 1, 269; Agath. 40 (Plan. 41) u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονεύς: -έως, ὁ, = κηδεμών, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 271, Ἀνθ. Πλαν. 4. 41.

Greek Monolingual

κηδεμονεύς, ὁ (Α)
κηδεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος σε -εύς τ. του κηδεμών για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

κηδεμονεύς: -έως, ὁ = κηδεμών, σε Ανθ.

Middle Liddell

κηδεμονεύς, έως, = κηδεμών, Anth.]