κηδεμών

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμών Medium diacritics: κηδεμών Low diacritics: κηδεμών Capitals: ΚΗΔΕΜΩΝ
Transliteration A: kēdemṓn Transliteration B: kēdemōn Transliteration C: kidemon Beta Code: khdemw/n

English (LSJ)

-όνος, ὁ, (κήδω)
A one that has charge of a person or thing, Hom. (only in Il.) always of persons attending to the dead, 23.163, 674.
2 generally, one who cares for others, protector, guardian, Thgn.645, S.Ph.195 (anap.), Ar.V.242, X.Mem.2.7.12: pl., Phld. Mort.23; of tutelary heroes, X.Cyr.3.3.21; κ. τῆς πόλεως Pl.R. 412c; τᾶσδε φυγᾶς… κ. protector, A.Supp.76 (lyr.); τοῦ ζῆν ἡμῶν καὶ τοῦ φρονεῖν κ. Pl.Lg.808b; κ. οὐκ ἔφεδρον βίου Men.663; of a legal guardian, POxy.888.2 (iii/iv A.D.), etc.; τῶν δακτύλων Alex.148; of a female, Simon.116, S.Ant.549.
II = κηδεστής, E.Med.990 (lyr.); patron, opp. ξυγγενής, Ar.V.731.

German (Pape)

[Seite 1429] όνος, ὁ, der Besorger, Pfleger; Il. 23, 163. 674 diejenigen, welche das Leichenbegängniß, die Bestattung besorgen; τᾶς δὲ φυγᾶς εἴ τις ἔστι κηδεμών Aesch. Suppl. 72; τοῦδε γὰρ σὺ κηδ. Soph. Ant. 545; Phil. 195; τυράννων Eus. Med. 991; τῆς πόλεως Plat. Rep. III, 412 c; vgl. Legg. VII, 808 b; Folgde; καὶ φιλόπολις Din. 1, 31; auch von Schutzgöttern, Xen. Cyr. 3, 3, 21. – Verwandter (durch Verschwägerung), Eur. Med. 991, Ar. Vesp. 731.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ, ἡ)
1 qui prend soin de, qui veille à, qui protège, défenseur de, gén.;
2 qui prend soin d'un mort, qui rend les derniers devoirs.
Étymologie: κήδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμών -όνος, ὁ, ἡ [κήδω] verzorger, beschermer:; τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών dat is degene die jij beschermt Soph. Ant. 549; κηδεμόνας τῆς πόλεως beschermers van de staat Plat. Resp. 412c; spec. verzorger van een begrafenis. aangetrouwde verwant:. κηδεμὼν τυράννων schoonzoon van het koningshuis Eur. Med. 990.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμών: όνος ὁ, ἡ
1 заботливый страж, покровитель, защитник, хранитель (τῆς πόλεως Plat.; τᾶς φυγας Aesch.): Κρέοντ᾽ ἐρώτα τοῦδε γὰρ σὺ κ. Soph. спроси Креонта; ведь ты о нем (только и) заботишься; δίχα κηδεμόνων Soph. без заботливых друзей;
2 кедемон, свершитель погребальных обрядов: χηδεμόνες νήεον ὕλην Hom. кедемоны наклали дров (для сожжения тела Патрокла);
3 породнившийся (через жену), свойственник (τυράννων Eur.).

English (Autenrieth)

όνος: one solicitous, near friend, mourner, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

ο, η (Α κηδεμών, -όνος, ό)
αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.)
αρχ.
(γενικά)
1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο προστάτης (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ κηδεμών ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ᾧρα», Αριστοφ. β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ κηδεμών», Αισχύλ.)
2. αυτός που επιμελείται την κηδεία τών νεκρών («κηδεμόνες δὲ παρ' αὖθι μένον καί νήεον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
3. συγγενής εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, κηδεστής («ὦ κακόνυμφε κηδεμών τυράννων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδε-μών < θ. κηδε- (του κήδ-ομαι, πρβλ. παρακμ. κέ-κηδ-α) + επίθημα -μών (πρβλ. αγρεμών, ηγεμών)].

Greek Monotonic

κηδεμών: -όνος, ὁ (κηδέω),
I. 1. κάποιος που είναι υπεύθυνος, ιδίως, λέγεται για τη ταφή, σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, προστάτης, φύλακας, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για γυναίκα, σε Σοφ.
II. κηδεστής, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμών: -όνος, ὁ, (κηδέω) ὁ ἔχων τὴν φροντίδα προσώπου ἢ πράγματος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), ἀείποτε ἐπὶ προσώπων ἐπιμελουμένων τῆς κηδείας τῶν νεκρῶν, Ψ. 163, 674, πρβλ. κηδεύω. 2) καθόλου, ὁ φροντίζων περὶ ἄλλων, προστάτης, ἐπίτροπος, ὡς καὶ νῦν, Θέογν. 645, Σοφ. Φιλ. 195, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12· ἐπὶ τῶν προστατῶν θεῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 21· κ. πόλεως Πλάτ. Πολ. 412C· τᾶσδε φυγᾶς... κ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 76· τοῦ ζῆν ἡμῶν καὶ τοῦ φρονεῖν κ. Πλάτ. Νόμ. 808Β· κ. βίου Μέναδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 3· καὶ μεταφορ., ἐπὶ τοῦ ἐφευρόντος τὴν χρῆσιν τῶν λυχνούχων, κ. τῶν δακτύλων Ἄλεξ. ἐν «Μίδωνι» 1 ― ὡσαύτως, ἐπὶ γυναικὸς ἐν Σιμωνίδ. 87, Σοφ. Ἀντ. 549. ΙΙ. = κηδεστής, Εὐρ. Μήδ. 990· ἀντίθετ. τῷ ξυγγενής, Ἀριστοφ. Σφ. 731.

Middle Liddell

κηδεμών, όνος, κηδέω
I. one who is in charge, esp. for burial, Il.
2. generally, a protector, guardian, Theogn., Soph., etc.:—also of a female, Soph.
II. = κηδεστής, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

overseer, kinsman by marriage, kinswoman by marriage, one who has charge, relation by marriage, one allied by marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προστάτης). Ἀπό τό κήδομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κηδεία.

Translations

protector

Arabic: حَامٍ‎; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز‎, پاڕێزگار‎; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ