κηλήνη

English (LSJ)

μέλαινα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήνη: «μέλαινα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κηλήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλήνη)].