[Seite 1431] τό, der Flecken, Sp.
κηλίδωμα: τό, κηλίς, Ἰόβιος ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 188. 31.
το (Α κηλίδωμα) κηλιδώρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα.