κηλίδωμα

German (Pape)

[Seite 1431] τό, der Flecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κηλίδωμα: τό, κηλίς, Ἰόβιος ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 188. 31.

Greek Monolingual

το (Α κηλίδωμα) κηλιδώ
ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα.