ρύπανση
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
η / ῥύπανσις, -άνσεως, ΝΜ ῥυπαίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυπαίνω, το να γίνεται ένα καθαρό πράγμα ρυπαρό, βρόμικο, το λέρωμα
νεοελλ.
φρ. α) «ρύπανση του περιβάλλοντος»
οικολ. εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον κάθε ουσίας ή ενέργειας, λ.χ. αιθάλης, τοξικών αερίων, θερμότητας, ήχων, ραδιενέργειας, με ρυθμό ταχύτερο και σε ποσότητες μεγαλύτερες από ό,τι αυτό μπορεί να αφομοιώσει και να εξουδετερώσει
β) «ατμοσφαιρική ρύπανση»
οικολ. η απελευθέρωση στην ατμόσφαιρα αερίων, λεπτόκοκκων στερεών ουσιών ή υγρών αερολυμάτων σε βαθμό που υπερβαίνει την ικανότητά της να τά διαλύσει ή να τά ενσωματώσει σε στερεά και υγρά στρώματα της βιόσφαιρας
γ) «αστική ρύπανση»
οικολ. η ρύπανση τών πόλεων
δ) «ρύπανση τών υδάτων»
οικολ. η απελευθέρωση στις λίμνες, στα ρεύματα, στους ποταμούς και στη θάλασσα ουσιών που διαλύονται ή αιωρούνται στο νερό ή καθιζάνουν στον βυθό και συγκεντρώνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διαταράσσουν τη λειτουργικότητα τών υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και η απελευθέρωση ενέργειας υπό μορφή ραδιενέργειας ή θερμότητας στα ύδατα
ε) «ρύπανση του εδάφους»
οικολ. η απόθεση στο έδαφος στερεών καταλοίπων που δεν μπορούν να αποικοδομηθούν γρήγορα ή και καθόλου με τη δράση οργανικών και ανόργανων παραγόντων, καθώς και η συσσώρευση ουσιών σε στερεά ή υγρά κατάσταση που είναι βλαβερές για τη ζωή, όπως είναι τα διάφορα χημικά προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση τών παρασίτων ή τών ζιζανίων, τα ραδιενεργά κατάλοιπα της πυρηνικής βιομηχανίας κ.ά.
στ) «φωτοχημική ρύπανση»
τεχνολ. είδος ρύπανσης της ατμόσφαιρας που προκαλείται από την αντίδραση μεταξύ υδρογονανθράκων και οξειδίων του αζώτου που προέρχονται, κυρίως, από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης με την επίδραση του ηλιακού φωτός
ζ) «ρύπανση γάστρας»
ναυτ. το σύνολο τών θαλάσσιων οργανισμών που προσκολλώνται και αναπτύσσονται στα ύφαλα του πλοίου.