κηλιδωτός

English (LSJ)

ή, ον, stained, soiled, Suid., Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

κηλῑδωτός: -ή, -όν, πλήρης κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κηλιδωτός, -ή, -ον)
κηλίς
γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.