κηνσοφύλαξ

Greek (Liddell-Scott)

κηνσοφύλαξ: ὁ, ὁ τῶν κήνσων φύλαξ, Νεῖλ. σ. 268Β. 461Α., 1020Β., 1060C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17. 8, πρβλ. κήνσωρ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηνσήτωρ· ὁ τὴν γῆν μετρῶν».

Greek Monolingual

κηνσοφύλαξ, -ακος, ό (ΑΜ)
ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειοφύλαξ, θησαυροφύλαξ. Απόδοση του λατ. custos census].