κητεία

English (LSJ)

ἡ,
A fishing for large fish, esp. the tunny, Ael.NA13.16.
2 the place where it is carried on, Str.5.4.4 (pl., Ath.7.283c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, das Fangen großer Meerfische, bes. der Thunfische, u. der Ort, wo sie gefangen werden; Ath. VII, 283 c; Strab. V, 243. S. auch κητία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pêche au thon.
Étymologie: κῆτος.

Greek (Liddell-Scott)

κητεία: ἡ, ἡ ἄγρα μεγάλων ἰχθύων, ἰδίως θύννων, Ἀθήν. 283C, Αἰλ. π. Ζ. 13. 16. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἀγρεύονται, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

κητεία, ἡ (Α)
βλ. κήτειος.