κιάλι

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα κιάλια
1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες
2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα το δεις...» — δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. του occhiale «οπτικός»].