κιβωτάμαξα

Greek Monolingual

η
στρ. παλαιό είδος τετράτροχης άμαξας κλειστής απ' όλες τις πλευρές σαν κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + ἅμαξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].