v. κίδαφος.
[Seite 1437] ἡ, der Fuchs, Hesych., vgl. κίδαφος.
κιδάφη: ἡ, ἀλώπηξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κιδαφεύειν.
κιδάφη, ἡ (Α)βλ. κίδαφος.