κιθαρίστρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of κιθαριστής, Arist.Ath.50.2, Theopomp.Hist.111a, Theophil.12.5, AJA18.1 (Sardis, iii/ii B.C.), IG12(8).178 (Samothrace); name of a play by Anaxandrides.
German (Pape)
[Seite 1437] ἡ, fem. zu κιθαριστής, Poll. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰρίστρια: ἡ, = τῷ ἑπομ., ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀναξανδρίδου.
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς)
θηλ. του κιθαριστής.