κιθαρισμός

English (LSJ)

ὁ, = κιθάρισις, Call.Del.312.

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, = κιθάρισις, Callim. Del. 312.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρισμός: ὁ = κιθάρισις, Καλλ. εἰς Δῆλ. 312.

Greek Monolingual

ὁ (Α κιθαρισμός) κιθαρίζω
κιθάρισις, το παίξιμο της κιθάρας.