παίξιμο
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
Greek Monolingual
το
1. το να παίζει κανείς
2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια
3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού
4. παράσταση έργου από θίασο
5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό
6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα
7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο του ματιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιξ- του παίζω (πρβλ. παιξοῦμαι, ἔπαιξα) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].