κιμβικεία

English (LSJ)

v. sub κιμβεία.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, u. κιμβικία, kleinlicher Geiz, Knauserei, VLL. Vgl. κιμβεία.

Greek Monolingual

κιμβικεία και κιμβικία, ἡ (Α) κίμβιξ
κιμβεία.