κίμβιξ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
English (LSJ)
ῑκος, ὁ,
A niggard, skinflint, Xenoph.21, Arist.EN1121b22, MM1192a9, EE1232a14, Chamael. ap. Ath.14.656d, Plu.2.632c.
II metaph., of an author, fond of petty details, Ath.7.303e.
German (Pape)
[Seite 1438] ικος, ὁ, ein Knicker, Knauser, Geizhals; neben φειδωλός u. γλίσχρος Arist. eth. 4, 1; Plut. Symp. 2, 1, 5; καὶ αἰσχροκερδής Simonds. bei Ath. XIV, 656 d; übh. Kleinigkeitskrämer, der sich mit kleinlichen Dingen beschäftigt, VII, 303 e u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
avare, ladre, pingre.
Étymologie: DELG mot pop. sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίμβιξ -ικος, ὁ gierigaard, vrek, krent.
Russian (Dvoretsky)
κίμβιξ: ῐκος adj. болезненно скупой, скаредный Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κίμβιξ: -ῑκος, ὁ, γλίσχρος, φιλάργυρος εἰς μικρὰ πράγματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39, Μεγάλα Ἠθ. 1. 25, Ἠθ. Ε. 3. 4, 5, Ξενοφάν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 697, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 656D, Πλούτ. 2. 632D· ― μεταφ., ἐπὶ συγγραφέως φιλοῦντος νὰ διηγῆται ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, μικρολόγος Ἀθήν. 303Ε. (πρβλ. γνίφων, σκνιπός).
Greek Monolingual
κίμβιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος
3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της αρχ. καθημερινής ομιλίας, σχηματισμένη με επίθημα -ιξ / -ικος (πρβλ. κόλλιξ). Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου σκιπός
σκνιφός, ὁ μικρολόγος.
Greek Monotonic
κίμβιξ: -ῑκος, ὁ, γλίσχρος, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ικος
Grammatical information: m.
Meaning: niggard, skinflint (Xenoph., Arist., Plu.).
Derivatives: κιμβικ[ε]ία (κιμβηκια Η) πανουργία, ἐνεασμός (r. ἐνδοιασμός) H.; also κιμβ(ε)ία stinginess (Artist., H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular-expressive word in -ιξ (Chantraine Formation 382), which cannot be analysed. Perhaps with Persson Studien 177 n. 1, Grošelj Živa Ant. 2, 209f. to σκιπός σκνιφός, ὁ μικρολόγος H.; σκιφία H. as explanation of κιμβεία; further possible connections s. κνίψ. - No doubt a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κίμβιξ, ῑκος, ὁ,
a niggard, Arist. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κίμβιξ: -ικος
{kímbiks}
Grammar: m.
Meaning: Geizhals, Knauser (Xenoph., Arist., Plu. u. a.)
Derivative: mit κιμβικ[ε]ία· πανουργία, ἐνεασμός H.; auch κιμβ(ε)ία Geiz, Knauserei (Artist., H.).
Etymology: Volkstümlich-expressives Wort auf -ιξ (Chantraine Formation 382), das sich einer genauen Analyse entzieht. Vielleicht mit Persson Studien 177 A. 1, Grošelj Živa Ant. 2, 209f. zu σκιπός· σκνιφός, ὁ μικρολόγος H., σκιφία H. als Erklärung von κιμβεία; weitere Anknüpfungsversuche s. κνίψ.
Page 1,853