κιονίτης

Greek (Liddell-Scott)

κῑονίτης: -ου, ὁ, = στηλίτης, Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὅμοιος πρὸς κίονα, αὐτόθι 111. 74.

Greek Monolingual

κιονίτης, ὁ (Μ) κίων
1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής
2. αυτός που κατοικεί σε στύλο.