κισσών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, ivy-grove, Hdn.Gr.1.40,al.

German (Pape)

[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ein mit Epheu bewachsener Ort, Arcad. p. 15, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κισσών: -ῶνος, ὁ, μέρος κατάφυτον ἐκ κισσοῦ, Ἀρκάδ. 15. 14., Θεόγνωστ. 38. 27.

Greek Monolingual

κισσών, -ῶνος, ὁ (AM) κισσός
τόπος κατάφυτος από κισσούς.